WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| fall short v expr | (not be satisfactory) | δεν ανταποκρίνομαι σε κτ έκφρ |
| | | υπολείπομαι ρ αμ |
| | (συνήθως άτομο) | φαίνομαι μικρότερος των περιστάσεων έκφρ |
| | The boy's grades fell short of his father's expectations. |
| | Οι βαθμοί του αγοριού υπολείπονταν των προσδοκιών του πατέρα του. |
| fall short v expr | (not be sufficient) | δεν επαρκώ έκφρ |
| | | υπολείπομαι ρ αμ |
| | The amount of water in the reservoir falls short of our targets this year. |
| | Η ποσότητα του νερού στη δεξαμενή υπολείπεται σε σχέση με τους φετινούς στόχους μας. |